στασιώδεις

στασιώδεις
στασιώδης
factious
masc/fem acc pl
στασιώδης
factious
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καχέκτης — καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α) 1. καχεκτικός 2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Πολυζωίδης, Αναστάσιος — (Μελένικο 1802 – Αθήνα 1873). Έλληνας λόγιος, πολιτικός και νομικός. Σπούδασε στο Μελένικο (όπου είχε δασκάλους τον Μετσοβίτη Αδάμ Τσαπέκο και τον Γιαννιώτη λόγιο Χριστόφορο Φιλητά), στις Σέρρες (όπου μαθήτευσε κοντά στον Μηνά Μηνωίδη) και από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”